Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπὶ τὰς πόλεις

См. также в других словарях:

  • CALATIA — urbs Campaniae, Gaiatzo Leandro. Silius. l. 8. v. 543. Nec parvis aberat Callatia muris. Oppidani Calatini, liv. l. 22. c. 61. et l. 26. c. 33. Coloniam huc deduxisse C. Iulium Caesarem auctor est Appian. Alex. Unde Cicer. ad Att. l. 16. Ep. 8.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TURRITA — cognomen Mariae Magdalenae, apud Hieronym. Ep. 16. ad Principiam, Qui si recordetur tres Marias stantes ante crucem, Mariamque proprie Magdalenam, quae ob sedulitatem et ardorem sidei, Turritae nomen accepit. et prima ante Apostolos Christum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BRIGANTIO — A Claudio Ptolemaeo, in Alpibus Cottiis, quas cum ceteris Alpibus Italiae attribuit, ponuntur Segusiam, quorum urbes Segusium, et Brigantium: Σεγουςιανοὶ, ὧν πόλεις Σεγούςιον καὶ Βριγάντιον. Ubi forsitan legendum est Σεγουςίων καὶ Βριγαντίων,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… …   Dictionary of Greek

  • επιληίς — ἐπιληΐς, ἡ (Α) λάφυρο πολέμου («ἐπιληΐδας... ἔχοιεν τὰς πόλεις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληΐς «λεία»] …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη …   Dictionary of Greek

  • ωφέλιμος — η, ο / ὠφέλιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και ίμη, ΜΑ 1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»